Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
in pursuit of
01
στην επιδίωξη, στην αναζήτηση
in the act of seeking, striving for, or trying to achieve something
Παραδείγματα
He dedicated countless hours in pursuit of his dream of becoming a professional athlete.
Αφιέρωσε αμέτρητες ώρες στην επιδίωξη του ονείρου του να γίνει επαγγελματίας αθλητής.
She traveled the world in pursuit of adventure and new experiences.
Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο εν αναζήτηση περιπέτειας και νέων εμπειριών.



























