Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Labile verb
01
λαβίλη ρήμα, ρήμα διπλής κατασκευής
a verb that can be used either transitively or intransitively without changing its form
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
λαβίλη ρήμα, ρήμα διπλής κατασκευής