Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Monopod
01
μονόποδο, μονοπόδιο
a camera support device that consists of a single pole or leg, typically made of lightweight materials such as aluminum or carbon fiber
Λεξικό Δέντρο
monopod
pod
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μονόποδο, μονοπόδιο
Λεξικό Δέντρο