Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stapling
01
συρράπτιση, συνδέση με συρραπτικό
the process of binding together sheets of paper or other materials using staples
Λεξικό Δέντρο
stapling
staple
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συρράπτιση, συνδέση με συρραπτικό
Λεξικό Δέντρο