Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bifolium
01
διφύλλιο, διπλωμένο φύλλο
a sheet of paper or parchment that has been folded in half to create two leaves or four pages
Λεξικό Δέντρο
bifolium
folium
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διφύλλιο, διπλωμένο φύλλο
Λεξικό Δέντρο