Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Job security
01
ασφάλεια εργασίας, επαγγελματική σταθερότητα
a state in which an employee feels confident that they will not lose their job and will continue to receive a steady income
Παραδείγματα
Many employees value job security over higher salaries.
Πολλοί εργαζόμενοι εκτιμούν την ασφάλεια εργασίας περισσότερο από τους υψηλότερους μισθούς.
The new policy aims to improve job security for all workers.
Η νέα πολιτική στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας εργασίας για όλους τους εργαζομένους.



























