Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Media player
01
αναπαραγωγέας πολυμέσων, πλέιερ πολυμέσων
a device or software used for playing audio and video files on computers, phones, or other electronic devices
Παραδείγματα
He downloaded a new media player to watch movies on his laptop.
Κατέβασε ένα νέο πρόγραμμα αναπαραγωγής πολυμέσων για να παρακολουθεί ταινίες στον φορητό του υπολογιστή.
My phone 's media player lets me listen to music wherever I go.
Ο μεταγλωττιστής πολυμέσων του τηλεφώνου μου μου επιτρέπει να ακούω μουσική όπου κι αν πάω.



























