LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Borderer
/bˈɔːdəɹɐ/
/bˈoːɹdɚɹɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "borderer"
Borderer
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an inhabitant of a border area (especially the border between Scotland and England)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bordered
border terrier
border patrolman
border patrol
border on
borderland
borderline
borderline intelligence
borderline personality disorder
borderline schizophrenia
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App