Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hot topic
01
δημοφιλές θέμα, επίκαιρο θέμα
a subject or issue that is currently trending or receiving a lot of attention and discussion
Παραδείγματα
Climate change has become a hot topic in political debates.
Η κλιματική αλλαγή έχει γίνει ένα δημοφιλές θέμα στις πολιτικές συζητήσεις.
Her controversial comments made her the center of a hot topic online.
Τα αμφιλεγόμενα σχόλιά της την έκαναν το κέντρο ενός καυτού θέματος στο διαδίκτυο.



























