LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Capisce
capeesh
capish
Interjection (1)
Ορισμός και Σημασία του "capisce"
capisce
ΕΠΙΦΏΝΗΜΑ
01
used to question whether someone understood something, originated from Italy
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
capillary vessel
capillary vein
capillary tubing
capillary tube
capillary fracture
capital
capital account
capital asset
capital cost
capital expenditure
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App