LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bond trading
/bˈɒnd tɹˈeɪdɪŋ/
/bˈɑːnd tɹˈeɪdɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "bond trading"
Bond trading
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
trading in bonds (usually by a broker on the floor of an exchange)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bond servant
bond rating
bond paper
bond issue
bond certificate
bond-trading activity
bonda
bondable
bondage
bonded labor
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App