Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Going concern
01
κερδοφόρα επιχείρηση, ακμάζων επιχειρηματικός οργανισμός
a business that produces a great deal of profit
Παραδείγματα
The bankruptcy proceedings were initiated after the company ceased to be a going concern.
Οι διαδικασίες πτώχευσης ξεκίνησαν αφού η εταιρεία έπαψε να είναι επιχείρηση σε λειτουργία.
The company is a going concern, with a stable financial position and positive growth prospects.
Η εταιρεία είναι μια εν λειτουργία επιχείρηση, με σταθερή οικονομική θέση και θετικές προοπτικές ανάπτυξης.



























