LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Boldface
/bˈəʊldfeɪs/
/ˈboʊɫdˌfeɪs/
Noun (1)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "boldface"
Boldface
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a typeface with thick heavy lines
to boldface
ΡΉΜΑ
01
print in boldface
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bold fmri
bold face
bold as brass
bold
bolbitis
boldly
boldly go where no man has gone before
boldness
bole
bolection
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App