LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Safety measure
/sˈeɪfti mˈɛʒə/
/sˈeɪfti mˈɛʒɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "safety measure"
Safety measure
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
something done to keep a person or thing safe or prevent a threat
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
safety match
safety margin
safety lock
safety lamp
safety isle
safety net
safety nut
safety officer
safety orange
safety pin
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App