Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Joypad
01
χειριστήριο παιχνιδιών, τζόιστικ
a handheld controller used to operate video games, usually with buttons and directional controls
Παραδείγματα
He used a joypad to control the game character.
Χρησιμοποίησε ένα joypad για να ελέγξει τον χαρακτήρα του παιχνιδιού.
The new console comes with an improved joypad for better comfort.
Η νέα κονσόλα έρχεται με ένα βελτιωμένο joypad για καλύτερη άνεση.
Λεξικό Δέντρο
joypad
joy
pad



























