Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to take out in
[phrase form: take]
01
λαμβάνω σε μορφή, εισπράττω σε μορφή
to receive something as a form of payment
Παραδείγματα
The restaurant takes tips out in cash only.
Το εστιατόριο δέχεται φιλοδωρήματα μόνο σε μετρητά.
The company takes out their dues in cryptocurrency.
Η εταιρεία λαμβάνει τα οφειλόμενα σε κρυπτονομίσματα.



























