LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Whole wheat
/hˈəʊl wˈiːt/
/hˈoʊl wˈiːt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "whole wheat"
whole wheat
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
σιτάρι ολικής αλέσεως
(of bread or flour) containing whole grains of wheat and also the husk
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App