Bodied
volume
British pronunciation/bˈɒdɪd/
American pronunciation/ˈbɑdid/

Ορισμός και Σημασία του "bodied"

01

having a body or a body of a specified kind; often used in combination

02

possessing or existing in bodily form

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store