Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
whoa
01
Ουάου, Ωχ
used to express surprise, astonishment, or excitement
Παραδείγματα
Whoa, that was unexpected!
Ουάου, αυτό ήταν απροσδόκητο!
Whoa, look at the size of that wave!
Ουάου, κοίτα το μέγεθος αυτού του κύματος!
02
όπα, αργά
used in horseback riding to instruct a horse to stop or slow down
Παραδείγματα
Whoa, boy, we're coming to a stop.
Ωχ, αγόρι, σταματάμε.
Whoa, Annie, let's take a break.
Ωπα, Άννα, ας κάνουμε ένα διάλειμμα.



























