
Αναζήτηση
to go in for
[phrase form: go]
01
ασχολούμαι με, ενδιαφέρομαι για
to engage in an activity or interest as a hobby or pastime
Example
Many people go in for gardening as a way to unwind and connect with nature.
Πολλοί άνθρωποι ασχολούνται με την κηπουρική ως έναν τρόπο να χαλαρώσουν και να συνδεθούν με τη φύση.
He decided to go in for photography, capturing beautiful moments during his travels.
Αποφάσισε να ασχοληθεί με την φωτογραφία,capturing beautiful moments κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του.
02
παίρνω μέρος σε, συμμετέχω σε
to participate in an examination, competition, or event
Example
He decided to go in for the university entrance exam to pursue higher education.
Αποφάσισε να συμμετάσχει στις εξετάσεις εισαγωγής στο πανεπιστήμιο για να ακολουθήσει ανώτερη εκπαίδευση.
Many students go in for science fairs to showcase their innovative projects.
Πολλοί μαθητές συμμετέχουν σε εκθέσεις επιστήμης για να παρουσιάσουν τα καινοτόμα έργα τους.
03
επιλέγω, ακολουθώ
to choose a specific type of job or profession
Example
Many individuals go in for teaching, aiming to make a difference in education.
Πολλοί άνθρωποι επιλέγουν την εκπαίδευση, στοχεύοντας να κάνουν τη διαφορά στον τομέα της εκπαίδευσης.
He decided to go in for a career in medicine, specializing in cardiology.
Αποφάσισε να ακολουθήσει καριέρα στην ιατρική, ειδικευόμενος στην καρδιολογία.

Συναφή Λέξεις