Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
human capital
/hjˈuːmən kˈæpɪɾəl/
/hjˈuːmən kˈapɪtəl/
Human capital
01
ανθρώπινο κεφάλαιο, ανθρώπινοι πόροι
one person or a group of people's abilities and strengths, looked at as valuable assets
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ανθρώπινο κεφάλαιο, ανθρώπινοι πόροι