Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Payphone
01
δημόσιο τηλέφωνο, τηλέφωνο με κέρματα
a telephone in a public place that one needs to pay for, mostly by prepaid cards
Παραδείγματα
He searched for a payphone to call for help after his car broke down on the highway.
Έψαξε για ένα τηλέφωνο δημόσιας χρήσης για να καλέσει βοήθεια αφού το αυτοκίνητό του έσπασε στον αυτοκινητόδρομο.
The hotel lobby still had a functional payphone for guests who did n't have cell phones.
Το λόμπι του ξενοδοχείου είχε ακόμα ένα λειτουργικό δημόσιο τηλέφωνο για τους επισκέπτες που δεν είχαν κινητά τηλέφωνα.
Λεξικό Δέντρο
payphone
pay
phone



























