Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Store card
01
κάρτα καταστήματος, κάρτα αφοσίωσης
a card that can be used to pay for items one buys in a particular store
Παραδείγματα
She used her store card to buy groceries and earned loyalty points.
Χρησιμοποίησε την κάρτα καταστήματος της για να αγοράσει είδη παντοπωλείου και κέρδισε πόντους αφοσίωσης.
The store card offers exclusive discounts for frequent shoppers.
Η κάρτα καταστήματος προσφέρει αποκλειστικές εκπτώσεις για συχνά αγοράζοντες.



























