Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to stem from
[phrase form: stem]
01
προέρχομαι από, πηγάζω από
to originate from a particular source or factor
Transitive: to stem from sth
Παραδείγματα
The economic downturn stems from global market fluctuations.
Η οικονομική ύφεση προέρχεται από τις διακυμάνσεις της παγκόσμιας αγοράς.
The health issues stem from poor lifestyle choices and a lack of exercise.
Τα προβλήματα υγείας προέρχονται από κακές επιλογές τρόπου ζωής και έλλειψη άσκησης.



























