Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
life-changing
01
αλλαγής ζωής, μεταμορφωτικός της ζωής
so impactful that can change someone's life
Παραδείγματα
The workshop was a life-changing experience for many attendees.
Το εργαστήριο ήταν μια ζωή αλλάζουσα εμπειρία για πολλούς συμμετέχοντες.
Moving to a new city can be a life-changing opportunity for personal growth.
Η μετακόμιση σε μια νέα πόλη μπορεί να είναι μια ζωή αλλάζουσα ευκαιρία για προσωπική ανάπτυξη.



























