Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Social distancing
01
κοινωνική αποστασιοποίηση, κοινωνική απόσταση
the practice of keeping a safe distance between yourself and other people in order to prevent the spread of disease
Παραδείγματα
Social distancing is required in public spaces to help reduce the spread of COVID-19.
Η κοινωνική αποστασιοποίηση απαιτείται σε δημόσιους χώρους για να βοηθήσει στη μείωση της εξάπλωσης του COVID-19.
Social distancing has led to the rise of virtual meetings and remote work.
Η κοινωνική αποστασιοποίηση οδήγησε στην άνοδο των εικονικών συναντήσεων και της τηλεργασίας.



























