Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lexical unit
01
λεκτική μονάδα, λεκτικό στοιχείο
(linguistics) a word, a group of words or a part of word that has a meaning and forms the basic element of any language
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
λεκτική μονάδα, λεκτικό στοιχείο