Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Abstract noun
01
αφηρημένο ουσιαστικό, ουσιαστικό αφηρημένης έννοιας
(grammar) a noun that denotes a general quality or an idea, rather than a physical object or real world event
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αφηρημένο ουσιαστικό, ουσιαστικό αφηρημένης έννοιας