Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Videophone
01
βιντεοτηλέφωνο, τηλέφωνο βίντεο
a telephone device with a screen and camera that can transmit video and audio signals
Παραδείγματα
With the videophone, I can have face-to-face meetings with colleagues from different cities.
Με το βιντεοτηλέφωνο, μπορώ να έχω δια ζώσης συναντήσεις με συναδέλφους από διαφορετικές πόλεις.
He gave me a call on the videophone to show me his new house.
Μου τηλεφώνησε στο βιντεοτηλέφωνο για να μου δείξει το νέο του σπίτι.
Λεξικό Δέντρο
videophone
video
phone



























