Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Car phone
01
τηλέφωνο αυτοκινήτου, κινητό τηλέφωνο για αυτοκίνητο
a mobile radio telephone that is designed to be used in a vehicle
Παραδείγματα
The car phone was a lifesaver when I needed to call for help on the highway.
Το αυτοκινητόφωνο ήταν σωτήρας όταν χρειάστηκε να καλέσω για βοήθεια στην εθνική οδό.
I remember when my dad used to have a car phone in his old sedan.
Θυμάμαι όταν ο πατέρας μου είχε ένα τηλέφωνο αυτοκινήτου στο παλιό του sedan.



























