high heels
high heels
haɪ hi:lz
χαι χηλζ
British pronunciation
/hˈaɪ hˈiːlz/

Ορισμός και σημασία του "high heels"στα αγγλικά

01

ψηλά τακούνια, παπούτσια με ψηλό τακούνι

shoes with tall and thin heels, usually worn by women
high heels definition and meaning
example
Παραδείγματα
Walking in high heels takes some practice.
Το περπάτημα με ψηλά τακούνια απαιτεί λίγη εξάσκηση.
She prefers flats over high heels for everyday wear.
Προτιμά τα παπούτσια χωρίς τακούνι απ' τα παπούτσια με ψηλό τακούνι για καθημερινή χρήση.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store