Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
High heels
01
ψηλά τακούνια, παπούτσια με ψηλό τακούνι
shoes with tall and thin heels, usually worn by women
Παραδείγματα
Walking in high heels takes some practice.
Το περπάτημα με ψηλά τακούνια απαιτεί λίγη εξάσκηση.
She prefers flats over high heels for everyday wear.
Προτιμά τα παπούτσια χωρίς τακούνι απ' τα παπούτσια με ψηλό τακούνι για καθημερινή χρήση.



























