Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tracksuit
01
φόρμα γυμναστικής, αθλητικό κοστούμι
a loose and warm pair of pants and matching jacket worn casually or for doing exercise
Παραδείγματα
He slipped into his favorite tracksuit before heading to the gym for a workout.
Φόρεσε το αγαπημένο του φόρμα γυμναστικής πριν πάει στο γυμναστήριο για προπόνηση.
The tracksuit was made from breathable fabric, making it ideal for outdoor activities.
Το φόρμα γυμναστικής ήταν κατασκευασμένο από αεροπερατό ύφασμα, κάνοντάς το ιδανικό για δραστηριότητες σε εξωτερικούς χώρους.
Λεξικό Δέντρο
tracksuit
track
suit



























