Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cotton swab
01
μαλλιαρόκουτο, καθαριστικό μπατονέ
a small stick with round pieces of cotton at each end used for hygienic or cosmetic purposes
Dialect
American
Παραδείγματα
She used a cotton swab to apply ointment to her cut.
Χρησιμοποίησε ένα καθαριστικό μπατονέ για να εφαρμόσει αλοιφή στο κόψιμό της.
He dipped a cotton swab in nail polish remover to fix his manicure.
Βούτηξε ένα καλαμάκι με βαμβάκι σε αφαιρετικό βερνικιών για να διορθώσει το μανικιούρ του.



























