LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bmr
/bˌiːˌɛmˈɑː/
/bˌiːˌɛmˈɑːɹ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "bmr"
Bmr
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the rate at which heat is produced by an individual in a resting state
word family
bmr
bmr
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bmp
bm
blythe doll
blustery
blusterous
bmx bike
bns
bo
bo hai
bo tree
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App