LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Wound up
/wˌaʊnd ˈʌp/
/wˌaʊnd ˈʌp/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "wound up"
wound up
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
τελείωσε
tense, anxious, or agitated due to stress or nervousness
aroused
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App