Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
worsened
01
χειροτερευμένος, αποδυναμωμένος
having declined in condition, especially in terms of health, strength, or functioning
Παραδείγματα
After skipping her medications, her worsened condition required immediate hospitalization.
Αφού παρέλειψε τα φάρμακά της, η χειροτερευμένη κατάστασή της απαίτησε άμεση νοσηλεία.
The athlete's worsened knee prevented him from competing in the final match.
Το χειροτερευμένο γόνατο του αθλητή τον εμπόδισε να αγωνιστεί στον τελικό αγώνα.
02
χειροτερευμένος, επιδεινωμένος
made or become worse; impaired
Λεξικό Δέντρο
worsened
worsen



























