Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wolfish
01
αδηφάγος, λαίμαργος
devouring or craving food in great quantities
02
λυκόμορφος, χαρακτηριστικός του λύκου
resembling or characteristic (or considered characteristic) of a wolf
Λεξικό Δέντρο
wolfish
wolf



























