LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Witheringly
/wˈɪðəɹɪŋli/
/wˈɪðɚɹɪŋli/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "witheringly"
witheringly
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a withering manner
word family
wither
wither
Verb
withering
Adjective
witheringly
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
withering
withered
wither on the vine
wither
withe
withers
witherspoon
withhold
withholder
withholding
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App