Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Windpipe
01
τραχεία, αναπνευστικό σωλήνα
the passage with ringed cartilages in the respiratory system that carries air from the throat to the lungs
Λεξικό Δέντρο
windpipe
wind
pipe
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τραχεία, αναπνευστικό σωλήνα
Λεξικό Δέντρο
wind
pipe