LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Window-washing
/wˈɪndəʊwˈɒʃɪŋ/
/wˈɪndoʊwˈɑːʃɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "window-washing"
Window-washing
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the activity of washing windows
word family
window-washing
window-washing
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
window-shop
window-dress
window washer
window trimmer
window tier
windowed mode
windowpane
windowpane oyster
windows
windowsill
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App