Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wilfully
01
εκούσια, σκοπίμως
in a deliberate and intentional manner
Παραδείγματα
He wilfully ignored the rules, knowing full well the consequences.
Εσκεμμένα αγνόησε τους κανόνες, γνωρίζοντας πολύ καλά τις συνέπειες.
She wilfully decided to pursue her passion, despite the challenges ahead.
Αποφάσισε σκόπιμα να ακολουθήσει το πάθος της, παρά τις προκλήσεις που είχαν έρθει.



























