Wildcatter
volume
British pronunciation/wˈaɪldkatə/
American pronunciation/ˈwaɪɫdˌkætɝ/

Ορισμός και Σημασία του "wildcatter"

01

an oilman who drills exploratory wells in territory not known to be an oil field

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store