LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Wild vanilla
/wˈaɪld vɐnˈɪlə/
/wˈaɪld vɐnˈɪlə/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "wild vanilla"
Wild vanilla
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
perennial of southeastern United States with leaves having the fragrance of vanilla
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
wild thyme
wild teasel
wild sweet pea
wild strawberry
wild spurge
wild water lemon
wild west
wild west show
wild wheat
wild wilkworm
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App