LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Wild rape
/wˈaɪld ɹˈeɪp/
/wˈaɪld ɹˈeɪp/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "wild rape"
Wild rape
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
Eurasian weed having yellow or mauve or white flowers and podlike fruits
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
wild radish
wild pumpkin
wild plum tree
wild plum
wild pitch
wild red oat
wild rice
wild rosemary
wild rye
wild sage
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App