LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Wild chervil
/wˈaɪld tʃˈɜːvəl/
/wˈaɪld tʃˈɜːvəl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "wild chervil"
Wild chervil
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
coarse erect biennial Old World herb introduced as a weed in eastern North America
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
wild cherry tree
wild cherry
wild celery
wild cavy
wild carrot
wild china tree
wild cinnamon
wild clary
wild climbing hempweed
wild coffee
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App