Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Wholesaler
01
χονδρέμπορος, πωλητής χονδρικής
someone who buys large quantities of goods and resells to merchants rather than to the ultimate customers
Λεξικό Δέντρο
wholesaler
wholesale
whole
sale
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χονδρέμπορος, πωλητής χονδρικής
Λεξικό Δέντρο
whole
sale