Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wholehearted
01
απεριόριστος, με όλη την αφοσίωση
with unconditional and enthusiastic devotion
Λεξικό Δέντρο
wholeheartedly
wholeheartedness
wholehearted
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
απεριόριστος, με όλη την αφοσίωση
Λεξικό Δέντρο