LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Whitlow
/wˈɪtləʊ/
/ˈhwɪtˌɫoʊ/, /ˈwɪtˌɫoʊ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "whitlow"
Whitlow
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a purulent infection at the end of a finger or toe in the area surrounding the nail
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
whitlavia
whitish
whiting
whitey
whitework embroidery
whitlow grass
whitlowwort
whitman
whitmonday
whitney moore young jr.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App