LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
White metal
/wˈaɪt mˈɛtəl/
/wˈaɪt mˈɛɾəl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "white metal"
White metal
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an alloy (often of lead or tin base) used for bearings
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
white melilot
white meat
white matter
white matsutake
white marlin
white milkweed
white mountain ash
white mulberry
white mullein
white mullet
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App