Whipping cream
volume
British pronunciation/wˈɪpɪŋ kɹˈiːm/
American pronunciation/wˈɪpɪŋ kɹˈiːm/

Ορισμός και Σημασία του "whipping cream"

Whipping cream
01

cream that has enough butterfat (30% to 36%) to be whipped

word family

whipping cream

whipping cream

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store